- λειχῆνες
- λειχήνtree-mossmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λειχήνες — Βιολογική κοινοβιακή ένωση μεταξύ δύο μικροσκοπικών οργανισμών, ενός μύκητα και ενός φύκους ή ενός κυανοβακτηρίου, που συμβιούν κατά τρόπο αμοιβαία ωφέλιμο και αποτελούν μια δισυπόστατη αλλά αδιαίρετη βιολογική μονάδα. Οι μύκητες, που κυρίως… … Dictionary of Greek
τούνδρα — Περιοχή ιδιαίτερης εδαφικής μορφολογίας των βόρειων ακτών της Ευρασίας και της Βόρειας Αμερικής, καθώς επίσης και εκτάσεις μεταξύ των παγετώνων και των πολικών εδαφών. Η τ. είναι γενικά περιοχή στην οποία επικρατούν τα βρύα, τα σφάγνα και οι… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… … Dictionary of Greek
λειχηνιάζω — [λειχήνα] προσβάλλομαι από λειχήνες, βγάζω λειχήνες … Dictionary of Greek
λειχηνιάρης — α, ικο [λειχήνα] γεμάτος λειχήνες, αυτός που το δέρμα τού προσώπου του έχει λειχήνες … Dictionary of Greek
λειχηνικός — ή, ό (Α λειχηνικός, ή, όν) [λειχήν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λειχήνες τού δέρματος και στη θεραπεία τους («λειχηνικὸς τροχίσκος», Γαλ.) νεοελλ. αυτός που πάσχει από λειχήνες … Dictionary of Greek
πρωτοκοκκώδη — (protococcales). Oνομάζονται και χλωροκοκκώδη. Χλωρόφυτα: Αποτελούν παράλληλη σειρά με τα βολβοκώδη, είναι όμως ακίνητα και μόνο την περίοδο του πολλαπλασιασμού παρουσιάζουν ζωοσπόρια με 2 μαστίγια. Σε ορισμένα μόνο γένη παρατηρείται εγγενής… … Dictionary of Greek
συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… … Dictionary of Greek
λειχήνα — η 1. δερματικό εξάνθημα: Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο λειχήνες. 2. είδος μύκητα που φυτρώνει σε δέντρα ή σε υγρούς τόπους: Βρύα και λειχήνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)